Φιλιππήσιος

Φιλιππήσιος
Φιλιππήσιος, ου, ὁ person from Philippi (s. Φίλιπποι), the Philippian this form (Stephan. Byz.: ὁ πολίτης Φιλιππεύς [CIG 1578, 13; cp. SIG 267a, 3f w. note 4], Φιλιππηνὸς δὲ παρὰ Πολυβίῳ.—WRamsay, On the Gk. Form of the Name Philippians: JTS 1, 1900, 115f; PCollart, Philippes ’37, 303–5) is found Phil 4:15 and in the titles of Phil and Pol (s. Iren. 3, 3, 4 [Harv. II, 14, 8]).—DELG s.v. ἵππος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππήσιος — ο, θηλ. Φιλιππησία, ΝΑ 1. ο κάτοικος τής αρχαίας μακεδονικής πόλης τών Φιλίππων 2. φρ. «Προς Φιλιππησίους επιστολή» (στην ΚΔ) μία από τις κανονικές επιστολές που ο απόστολος Παύλος έγραψε στη Ρώμη το 62 ή 63 μ.Χ. και την οποία έστειλε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”